ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΘΕΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Archive for Οκτώβριος, 2013

Ζει ο Θεός! Και οι Άγιοι και οι Άγγελοι είναι σκέπη και προστάτες μας.Το φοβερό θαύμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ!


Πριν έναν περίπου χρόνο, επισκεφτήκαμε, στην Παιδιατρική Κλινική του Τζάννειου Νοσοκομείου Πειραιά, την κόρη του κουμπάρου μας, η οποία είχε χτυπήσει το πόδι της και νοσηλευόταν. Εκεί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων, το οποίο χρωστούσε τη ζωή του στον ίδιο τον Ταξιάρχη. Πραγματικά ήταν απίστευτο το γεγονός που έζησαν οι γονείς τού μικρού κοριτσιού, οι οποίοι ευλαβούταν πολύ τον Ταξιάρχη. Σας γράφω, λοιπόν, το περιστατικό, όπως ακριβώς το άκουσα:

Η κοπέλα (μητέρα του κοριτσιού) όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, εισήχθη στο μαιευτήριο και ως συνήθως, έξω από το χειρουργείο ήταν ο μέλλων πατέρας με όλους τους κοντινούς συγγενείς, περιμένοντας το ευτυχές γεγονός. Όμως, μετά από πολύωρη αναμονή, βγαίνει ο ιατρός κατάχλωμος και βιαστικός, και αντί ευτυχούς γεγονότος αναγγέλλει ότι το μωρό… ενώ έβγαινε κανονικά, ξαφνικά κόλλησε το κεφαλάκι του στον κόλπο της μήτρας και δεν βγαίνει. «Καταβάλλουμε προσπάθειες αλλά ακόμα και εάν σωθεί και δεν πεθάνει από ασφυξία, λόγω έλλειψης οξυγόνου θα έχει υποστεί βλάβες ο εγκέφαλος». Αυτά είπε ο ιατρός και βιαστικά έφυγε για να ξαναμπεί στο χειρουργείο και να συνεχίσει τις αγωνιώδεις προσπάθειες.

Τα λόγια του είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία. Τα έχασαν όλοι και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Την ώρα εκείνη με λίγο κουράγιο που βρήκε η μέλλουσα γιαγιά, ψέλλισε στο παλικάρι: «Πήγαινε παιδί μου στην Εκκλησία απέναντι και άναψε ένα κερί στον Ταξιάρχη. Εκείνος μπορεί να σώσει το παιδί μας». Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νέος άντρας έτρεξε και προσευχόμενος με δάκρυα στον Ταξιάρχη άναψε το κεράκι και γύριζε βιαστικά πίσω για να δει τί έκβαση θα είχε η όλη κατάσταση. Και από εδώ αρχίζουν τα παράξενα!

Μπαίνοντας στην είσοδο του νοσοκομείου, ένα άγνωστο παλικάρι τραυματιοφορέας τον σταματάει και του λέει: «Μη φοβάσαι, ησύχασε. Όλα πήγαν καλά. Είναι καλά και η γυναίκα σου αλλά και η κόρη σου. Όλα τέλειωσαν καλά». Το παλικάρι τον χιλιοευχαρίστησε κι ανακουφισμένο έτρεξε επάνω.

Φτάνοντας στον όροφο, τους βλέπει όλους να περιμένουν με την ίδια αγωνία όπως ακριβώς τους είχε αφήσει. Δεν ήξεραν τίποτε από αυτά που του είχε πει ο τραυματιοφορέας αλλά ούτε και είχαν νέα από τον ιατρό. Την ώρα που γίνονταν αυτά και ο μέλλων πατέρας κοιτούσε την μητέρα του παραξενεμένος, βγαίνει ο ιατρός ανακουφισμένος αλλά πλήρως σαστισμένος, και τους λέει τα εξής: «Όλα πήγαν καλά και είναι καλά και η γυναίκα σας και το κοριτσάκι σας» και συνεχίζοντας να μιλάει αργά σαν υπνωτισμένος τους είπε: «Ξέρετε, συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Την ώρα που αγωνιζόμασταν μάταια και εγώ και οι μαίες να κάνουμε κάτι μη θέλοντας να πιστέψουμε ότι χάσαμε πια το παιδί, ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου και μπαίνει ένας νεαρός τραυματιοφορέας και μας λέει «κάντε στην άκρη. Θα την ξεγεννήσω εγώ». Χωρίς να ρωτήσουμε το παραμικρό και δίχως να φέρουμε αντίρρηση υπακούσαμε , κάναμε στην άκρη και τον κοιτούσαμε σαν υπνωτισμένοι να ξεγεννάει την γυναίκα σας. Μετά από λίγο κρατούσε στα χέρια του το κοριτσάκι σας υγιέστατο και χωρίς να έχει υποστεί την παραμικρή βλάβη». Ο ιατρός μιλούσε σαν χαμένος ενώ οι συγγενείς και ο πατέρας έκλαιγαν από χαρά αλλά και ευγνωμοσύνη στον Άγιο Ταξιάρχη, διότι όπως κατάλαβαν όλοι, ο μυστηριώδης τραυματιοφορέας δεν ήταν άλλος από Αυτόν.

Αυτό ήταν το μεγάλο και φοβερό θαύμα που άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.

Αδελφοί μου, μη φοβάστε τίποτα. Ζει ο Θεός! Και οι Άγιοι και οι Άγγελοι είναι σκέπη και προστάτες μας, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΙ ΑΓΑΠΗ ΘΕΟΥ. Και ας έχουμε στο μυαλό μας και κάτι άλλο. Εάν δεν εισακουστεί καμιά φορά η προσευχή μας και δεν ζήσουμε κι εμείς ένα τέτοιο θαύμα, ΜΗΝ σκανδαλιστούμε, ΜΗΝ γογγύσουμε, ΜΗΝ πούμε γιατί σε εκείνους και όχι σε εμάς. Ποτέ μην κάνουμε τέτοια σκέψη. Να θυμόμαστε πάντα πως όταν δακρύζουμε εμείς, δακρύζει κι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε το Αίμα Του επάνω στο Σταυρό για όλους εμάς και είναι ο ΜΟΝΟΣ που μας αγαπάει πραγματικά. Για να μην εκπληρώνει λοιπόν, κάτι που διακαώς εμείς ζητούμε κάποιο λόγο θα έχει. Εκείνος ξέρει πολλά περισσότερα από το φτωχό και μικρό μας μυαλό. Πρέπει να μάθουμε να έχουμε πάντοτε εμπιστοσύνη στην Κρίση Του και στο Θέλημά Του. Είναι ο Δημιουργός μας και δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ. Ό,τι κι αν γίνει.
Ο Θεός μαζί μας.

πηγη>
http://tribonio.blogspot.gr/2012/05/blog-post.html

 

Αναδημοσιευση από εδω


ΠΡΟΧΘΕΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΤΙ

» Ο Άγιος Γεράσιμος καίει δαιμόνια από δαιμονισμένη

στην Κεφαλονιά – δαιμονώντας ιάται «

Άγιος Γεράσιμος - Η ζωή του

Όπως είναι παγκοσμίως γνωστό, ο Άγιος Γεράσιμος θεραπεύει τους αδελφούς μας που είναι υπό την επήρεια του διαβόλου. Φέτος και συγκεκριμένα στην εορτή της ανακομιδής του ιερού λειψάνου του, την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013, κατά την διάρκεια της λιτάνευσης του Ιερού Σκηνώματος του Αγίου Γερασίμου από τον μεγάλο περικαλλή Ναό στο μικρό ναό όπου βρίσκεται μόνιμα το σκήνωμα του, έγινε το εξής περιστατικό που θα δείτε και στο ΒΙΝΤΕΟ : Εκεί που είχαν ξαπλώσει όλοι για να περάσει ο Άγιος από πάνω τους και να πάρουν την ευλογία τους, μία κοπέλα η οποία είχε την επήρεια του διαβόλου μέσα της, άρχισε να ενοχλείται όταν ο Άγιος πέρασε από πάνω της.

ΔΕΙΤΕ το βίντεο.

Από την λιτάνευση του σκηνώματος από τον μεγάλο Ναό στον μικρό. Από την εορτή ανακομιδής του αφθάρτου σκηνώματος στις 20 Οκτωβρίου 2013.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΦΡΟΥΡΕΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ…!!!

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ…!!!

Αναδημοσίευση από: Ιερός Ναός Παναγίας Αλεξιωτίσσης Πατρών ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΛΕΞΙΩΤΙΣΣΑ: » Ο Άγιος Γεράσιμος καίει δαιμόνια από δαιμονισμένη στην Κεφαλονιά – δαιμονώντας ιάται « http://panagiaalexiotissa.blogspot.com/2013/10/blog-post_5906.html#ixzz2iT7LM9XZ


Τι έγραφε ο Χριστός στη γη

jesus-writing-on-ground edited2
Ό δε Ιησούς κάτω κύφας τω δακτύλω έγραφεν εις την γήν.
(Ίωαν. η 6)

Κάποτε ό πανάγαθος Κύριος καθόταν μπροστά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Μιλούσε σε  κάποιους ανθρώπους και ή γλυκιά διδασκαλία Του έτρεφε τις πεινασμένες  καρδιές. Γύρω Του σιγά σιγά μαζεύτηκε ένα μεγάλο πλήθος (βλ. Ίωάν. η”  2). Μιλούσε στους ανθρώπους ό Κύριος για την αιώνια μακαριότητα, για την ατελεύτητη χαρά πού περιμένει τούς δίκαιους στην αιώνια κατοικία, στους ουρανούς. Οι άνθρωποι χαίρονταν με τη διδασκαλία Του, με τα θεϊκά Του  λόγια.

Ή πίκρα πολλών απογοητευμένων ψυχών κι ή έχθρα πολλών ανθρώπων πού τούς  είχαν προσβάλει, έσβηναν όπως το χιόνι μόλις τ” αγγίξουν οι θερμές  ακτίνες του ήλιου. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσε ή υπέροχη αύτη σκηνή  ειρήνης κι αγάπης πού έσμιγε τη γη με τον ουρανό, αν δεν την είχε  διακόψει κάτι αναπάντεχο. Ό Μεσσίας αγαπά τους ανθρώπους και δεν  κουράζεται ποτέ να τους διδάσκει. Και οι ευλαβείς πιστοί δεν κουράζονται ποτέ ν” ακούν την θαυμάσια θεραπευτική και σοφή διδασκαλία του.

Μα ξαφνικά έγινε κάτι φοβερό, μεσολάβησε μια ενέργεια εχθρική. Κι αιτία ήταν, ως συνήθως, οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι.

Τί έκαναν εκείνοι; Μήπως είχαν συλλάβει τον αρχηγό κάποιας συμμορίας  ληστών; Όχι, τίποτα τέτοιο. Έσερναν βίαια μια δυστυχισμένη αμαρτωλή  γυναίκα πού είχε συλληφθεί να μοιχεύει. Την έφερναν θριαμβευτικά λοιπόν  με άγριες κι εκκωφαντικές κραυγές. Μόλις την παρουσίασαν μπροστά στο  Χριστό, φώναξαν:

–  Διδάσκαλε, αυτή ή γυνή κατείληπται έπ’αυτοφώρω μοιχευομένη-και εν τω  νόμω ημών Μωυσής ένετείλατο τάς τοιαύτας λιθάζειν. συ ουν τί λέγεις;

Δάσκαλε,  τη γυναίκα αυτή την πιάσαμε «έπ” αυτοφώρω» να διαπράττει την αμαρτία  της μοιχείας. Κι ό Μωυσής λέει στο νόμο του πώς τέτοιες γυναίκες πρέπει  να τις λιθοβολούμε. Εσύ τί λες; (Ίωάν. η’4-6).

Την υπόθεση την παρουσίασαν μ” αυτόν τον τρόπο αμαρτωλοί άνθρωποι πού  κατηγορούσαν τις αμαρτίες των άλλων, αλλά έκρυβαν με επιμέλεια τις δικές τους. Το πλήθος τρομοκρατήθηκε κι έκανε χώρο στους πρεσβύτερους.  Μερικοί φοβήθηκαν πολύ κι έφυγαν. Ό Κύριος τούς μιλούσε για ζωή και  μακαριότητα, ενώ αυτοί οι φωνακλάδες ούρλιαζαν για το θάνατο.

Θα  “ταν σκόπιμο να ρωτούσα: Γιατί όλοι αυτοί οι πρεσβύτεροι κι οι φύλακες  του νόμου δε λιθοβόλησαν μόνοι τους την αμαρτωλή γυναίκα; Γιατί την  έφεραν μπροστά στον Ιησού; Ό νόμος του Μωυσή τούς έδινε το δικαίωμα να  την λιθοβολήσουν. Κανένας δε θα βρισκόταν να προβάλει αντίρρηση, να τούς κατηγορήσει. Ποιος διαμαρτύρεται στις μέρες μας όταν απαγγέλλεται ή  ποινή του θανάτου σε κάποιον εγκληματία; Γιατί οι Εβραίοι πρεσβύτεροι  έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα στον Κύριο;

Όχι,  δεν περίμεναν οι πρεσβύτεροι να πετύχουν κάποια μετατροπή της ποινής ή  ν” αποσπάσουν επιείκεια από μέρους Του. Κάθε άλλο μάλιστα. Την έφεραν μ”  ένα προμελετημένο και μοχθηρό σχέδιο: να παγιδεύσουν τον Κύριο, να πει  λόγια αντίθετα στο νόμο κι έπειτα να τον κατηγορήσουν.

Ήθελαν μ” ένα χτύπημα να τελειώνουν με δύο ζωές: μια της αμαρτωλής γυναίκας κι άλλη μια τού Χριστού.

«Συ ουν τί λέγεις;». Γιατί τον ρώτησαν αφού ό νόμος του Μωυσή ήταν σαφής; Ό ευαγγελιστής αποκαλύπτει το δόλο τους με τα έξης λόγια: «Τούτο δε ειπόν έκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ αυτού» (Λουκ. η” 6). Το  είπαν αυτό για να τον βάλουν σε πειρασμό και να βρουν έπειτα αιτία να  τον κατηγορήσουν.

Είχαν ξανασηκώσει μια φορά τα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, αλλά τους  ξέφυγε. Τώρα όμως πίστευαν πώς βρήκαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουν  την επιθυμία τους. Και θα γινόταν αυτό εκεί μπροστά, στο ναό του  Σολομώντα, όπου φυλάσσονταν ο πλάκες των εντολών στην Κιβωτό της  Διαθήκης, μπροστά σ” ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων.

Θα γινόταν εκεί όπου Αυτός, ό Χριστός, θα “πρεπε να πει κάτι αντίθετο στην εντολή του Μωυσή. Κι έτσι θα πετύχαιναν το στόχο τους. Θα λιθοβολούσαν  μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα. Και βέβαια  ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να λιθοβολήσουν το Χριστό παρά την πόρνη, όπως  αργότερα ζήτησαν με περισσό ζήλο από τον Πιλάτο να ελευθερώσει τον ληστή Βαραββά αντί για το Χριστό.

Όλοι όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή περίμεναν δύο πράγματα να γίνουν: είτε με την ευσπλαχνία Του ό Κύριος να ελευθερώσει την αμαρτωλή γυναίκα,  παραβιάζοντας έτσι το νόμο, είτε να τηρήσει το νόμο και να τους πει:  «Πράξετε όπως ορίζει ό νόμος». Έτσι όμως θα παρέβαινε τη δική Του εντολή για έλεος και καλοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση θα τον καταδικάζανε σε  θάνατο. Στη δεύτερη θα γινόταν ρεζίλι, άξιος χλευασμού και περιφρόνησης.

Με το πού του έκαναν την ερώτηση «σύ ουν τί λέγεις;» οι κατήγοροι,  επικράτησε νεκρική σιγή. Σιγή ανάμεσα στο πλήθος πού είχε συγκεντρωθεί  και σιγή ανάμεσα στους κριτές της αμαρτωλής γυναίκας. Ή σιγή είχε κόψει  και την ανάσα στην ψυχή της αμαρτωλής γυναίκας. Μεγάλη σιγή επικρατεί  στα μεγάλα τσίρκα όταν οι θηριοδαμαστές περιφέρουν τα λιοντάρια και τις  τίγρεις και τούς δίνουν εντολές να εκτελέσουν διάφορες κινήσεις, να  λάβουν περίεργες για ζώα στάσεις και να παίζουν σύμφωνα με τις διαταγές  τους.

Μπροστά μας όμως τώρα δεν έχουμε θηριοδαμαστές, αλλά τον δαμαστή των ανθρώπων.  Κι αυτό είναι ένα καθήκον πολύ πιο δύσκολο από το προηγούμενο. Συχνά  είναι πολύ πιο σκληρό να ημερέψεις εκείνους πού έχουν εξαγριωθεί λόγω  της αμαρτίας, παρά να ημερέψεις εκείνους πού είναι άγριοι από τη φύση  τους. «Σύ ουν τί λέγεις;», του είπαν πιεστικά γι” άλλη μια φορά με  πρόσωπα πού τα φλόγιζε ή κακία.

Τότε ό νομοθέτης της αγάπης και της ευσέβειας έσκυψε κι άρχισε να γράφει  ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος (βλ. Ίωάν. η” 6). Τί έγραφε ό Χριστός  στο χώμα; Ό ευαγγελιστής κρατά σιγή εδώ, δε μας αναφέρει τί έγραφε ό  Χριστός. Ήταν πολύ κακό κι αποτρόπαιο αυτό για να το γράψει στο βιβλίο  της χαράς. Το αναφέρει ή παράδοση όμως κι είναι κάτι τρομερό. Ό Χριστός  έγραψε κάτι αναπάντεχο πού θα ξάφνιαζε τούς πρεσβύτερους, τούς  κατήγορους της αμαρτωλής γυναίκας. Με το δάχτυλο Του αποκάλυψε την κρυφή ανομία τους. Γιατί αυτοί οι διαπομπευτές των αμαρτιών των άλλων ήξεραν  πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα. Είναι όμως άσκοπο να  προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι πού τα βλέπει όλα.

Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ό Κύριος στο έδαφος:

Ό Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό.

 

Ό Ά (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.

 

Ό Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες.

 

Ό Έ(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του.

 

Ό Ά(μαρίς) είναι σοδομίτης.

 

Ό Ί(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.

Αυτά έγραψε, τη μια πρόταση μετά την άλλη, το δάχτυλο του δίκαιου κριτή. Κι  εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά έσκυψαν και τα διάβασαν  με ανέκφραστο τρόμο. Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια. Ξέχασαν πια τελείως την αμαρτωλή γυναίκα. Το μόνο  πού σκέφτονταν ήταν ό εαυτός τους, ό δικός τους θάνατος πού είχε  χαραχτεί στο χώμα. Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να  ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση: «Σύ ουν τί λέγεις;»

Ό Κύριος δεν είπε τίποτα. Αυτό πού είναι τόσο βρώμικο, του πρέπει να  γραφτεί στο βρώμικο χώμα. Ένας άλλος λόγος πού ό Κύριος έγραψε στο χώμα  είναι ακόμα πιο δυνατός και πιο σπουδαίος. Αυτό πού γράφεται στο χώμα  σβήνει εύκολα. Ό Χριστός δεν ήθελε να μάθει ό καθένας τις αμαρτίες τους.  Αν το ήθελε αυτό, θα τις είχε διακηρύξει μπροστά σε όλους. Και τότε  όλοι θα τούς κατηγορούσαν και θα τούς λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου,  σύμφωνα με το νόμο.

Εκείνος όμως, ό άκακος αμνός του Θεού, δε ζήτησε εκδίκηση ή θάνατο για κείνους  πού του είχαν προετοιμάσει χιλιάδες θανάτους, πού ήθελαν το δικό Του  θάνατο περισσότερο απ” όσο ποθούσαν για τούς ίδιους την αιώνια ζωή. Ό  Κύριος ήθελε μόνο να τούς διορθώσει, να τούς μάθει πώς πρέπει να  σκέφτονται τον εαυτό τους, ν” ασχολούνται με τις δικές τους αμαρτίες.  Ήθελε να τούς υπενθυμίσει πώς ενώ τούς βάραινε το φορτίο των δικών τους  αμαρτιών, δεν έπρεπε να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων. Αυτό μόνο ήθελε ό Κύριος. Κι όταν αυτό έγινε, το χώμα Ισοπεδώθηκε πάλι κι όσα είχαν  γραφτεί σβήστηκαν.

Μετά απ” αυτά ό Κύριος σηκώθηκε και τούς είπε ήρεμα: «Ό άναμάρτητος υμών  πρώτος λίθον βαλέτω έπ” αυτήν» (Ίωάν. η’7). Όποιος από σας είναι  αναμάρτητος, ας της ρίξει την πρώτη πέτρα. Αυτό λειτούργησε σα να  αφαίρεσε κάποιος τα όπλα των εχθρών κι υστέρα τούς είπε: «Και τώρα  πυροβολήστε!»

Οι πρώην αγέρωχοι δικαστές της αμαρτωλής γυναίκας έστεκαν τώρα  αφοπλισμένοι, ένιωθαν αυτοί τώρα σαν ένοχοι μπροστά στον κριτή, άφωνοι,  ακίνητοι, λες κι ήταν καρφωμένοι στη γη. Ό πανεύσπλαχνος Κύριος όμως  έσκυψε πάλι κι

έγραφε στη γη. Τί έγραψε αύτη τη φορά; Ίσως τις άλλες κρυφές αμαρτίες και  ανομίες τους, ώστε για μακρό χρονικό διάστημα να μην ξανανοίξουν το  στόμα τους.

«Ίσως και να “γραφε τι λογιών άνθρωποι πρέπει να “ναι οι πρεσβύτεροι και οι  άρχοντες των λαών. Αυτό δεν μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ εμάς τώρα.  Εκείνο πού είναι σπουδαίο, είναι πώς με το γράψιμο στο χώμα πέτυχε τρεις στόχους: πρώτο, έδωσε τέλος και διάλυσε την καταιγίδα πού του είχαν  ετοιμάσει οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων δεύτερο, ξύπνησε τη ναρκωμένη τους συνείδηση στις νεκρωμένες καρδιές τους, έστω και για λίγο- και τρίτο,  γλίτωσε την αμαρτωλή γυναίκα από το θάνατο. Αυτό γίνεται φανερό από τα  λόγια του ευαγγελίου: «οι δε άκούσαντες έξήρχοντο εις καθ εις, άρξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ό Ιησούς και ή γυνή εν μέσω ουσα»  (Ίωάν. η” 9).

Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ό ένας μετά τον άλλον,  με πρώτους τούς πρεσβύτερους στην ηλικία. Στο τέλος έμεινε μόνος ό  Ιησούς και ή γυναίκα, πού έστεκε όρθια ανάμεσα σε όλους.

Το προαύλιο του ναού ξαφνικά άδειασε. Δεν έμεινε κανένας, έκτος από τούς  δύο πού οι πρεσβύτεροι τούς είχαν καταδικάσει σε θάνατο, δηλαδή ή  αμαρτωλή γυναίκα κι ό αναμάρτητος Χριστός. Ή γυναίκα έστεκε όρθια, ό  Χριστός ήταν σκυφτός κι έγραφε στο έδαφος. Για λίγο επικράτησε απόλυτη  σιγή. Μετά ό Κύριος ανασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι αφού δεν είδε  κανέναν είπε στη γυναίκα: «Γύναι, που είσιν; ουδείς σε κατέκρινεν;». Που είναι οι κατήγοροι σου; Κανένας δεν σε κατέκρινε, δε ζητάει το  λιθοβολισμό σου;

Ό Κύριος γνώριζε πώς κανένας δεν την καταδίκαζε τώρα. Αλλά θέλησε με την  ερώτηση Του να της εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ώστε να μπορέσει ν” ακούσει  και να κατανοήσει καλύτερα αυτά πού θα της έλεγε στη συνέχεια.  Λειτούργησε όπως ένας επιδέξιος γιατρός, πού πρώτα δίνει κουράγιο στον  άρρωστο κι ύστερα του χορηγεί τη θεραπεία. Ουδείς σε κατέκρινεν; Ή  γυναίκα κατόρθωσε να ξαναβρεί τη λαλιά της κι απάντησε: «ουδείς, Κύριε».  Κανένας δεν με κατακρίνει πια, Κύριε. Τα λόγια αυτά τα πρόφερε ένα  αξιολύπητο πλάσμα, πού πριν από λίγο δεν έλπιζε να ξαναμιλήσει, ένα  πλάσμα πού ένιωθε μια ανάσα πραγματικής χαράς Ίσως για πρώτη φορά στη  ζωή της.

Τελικά ό αγαθός Κύριος είπε στη γυναίκα: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω πορεύου και  από του νύν μηκέτι άμάρτανε» (Ίωάν. η’11). Ούτε εγώ σε κατακρίνω.  Πήγαινε. Μόνο από τώρα και στο έξης μην αμαρτήσεις ξανά.

Όταν οι λύκοι χαρίζουν τη ζωή στα θύματα τους, τότε, όπως είναι φυσικό, ούτε ό βοσκός θέλει να πεθάνουν τα πρόβατα. Είναι σημαντικό όμως να  βεβαιωθούμε πώς ή αθώωση πού πρόσφερε ό Χριστός σημαίνει πολύ  περισσότερα από την αθώωση πού προσφέρουν οι άνθρωποι. Όταν οι άνθρωποι  δεν σε κατακρίνουν για την αμαρτία σου, σημαίνει πώς δεν ορίζουν κάποια  τιμωρία για την αμαρτία, μα αφήνουν την αμαρτία πάνω σου. Όταν όμως δεν  κρίνει ό Θεός, σημαίνει πώς συγχωρεί την αμαρτία σου, σε απαλλάσσει απ”  αυτήν, την απομακρύνει σαν πύον και καθαρίζει την πληγή της ψυχής σου.

Γι”  αυτό και τα λόγια ουδέ εγώ σε κατακρίνω, είναι σα να λένε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, κόρη. Πήγαινε και μην ξαναμαρτήσεις».

Τί ανέκφραστη χαρά! Ή χαρά της αλήθειας! Ό Κύριος αποκάλυψε την αλήθεια σε κείνους πού λογαριάζονταν χαμένοι, άπολωλότα. Τί χαρά δικαιοσύνης! Ό  Κύριος «έποίησε» δικαιοσύνη. Τί χαρά ελέους! Ό Κύριος έδειξε το έλεος  Του. Τί χαρά της ζωής! Ό Κύριος διατήρησε τη ζωή. Αυτό είναι το  ευαγγέλιο του Χριστού. Σημαίνει καλή αγγελία, ευχάριστη είδηση. Αυτά  είναι τα καλά νέα, ή διδασκαλία της χαράς. Αυτή είναι μια σελίδα από το  Βιβλίο της Χαράς.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ

diakonima.gr
Αναδημοσίευση απο εδω

Φωτογραφία – ντοκουμέντο: Εμφανίστηκαν άγγελοι στο Άγιον Όρος!

aggeloi

Πηγή
Αναδημοσιευση απο εδω

 

 


Ιησούς Χριστός Νικά

 



Το κείμενο πού ακολουθεί, εστάλη από τον μοναχό Ιωσήφ εις τους εν Χριστώ αδελφούς του εις Κύπρον:

Τελευταίως ήρθεν εδώ στο Άγιον Όρος ένα παιδάκι 16-17 ετών. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Τριών χρόνων οί γονείς του το έδωσαν σε κάτι μάγους εις την Κίναν και το έβαλαν σε Κινέζικο μοναστήρι, οπού πιστεύουν εις τον Βούδα. Μέχρι 11 χρόνων το παιδί έγινε τέλειος μάγος. Διηγείται ό ίδιος δτι μπορούσε να καλέσει οποίον δαίμονα ήθελε.


Έχει -λέγει- άλλον δαίμονα για την πορνείαν, άλλον του θυμού, της κατακρίσεως κ.λπ.

‘Ηξερε να τους φωνάζει και να του φανερώνονται και να τους προστάζει ότι ήθελε. Πολλές φορές περπατούσε στον αέρα όταν ήθελε και γενικά είχε τους δαίμονες εις την υπηρεσία του, πολλούς των οποίων γνωρίζει τα ονόματα, μεγαλύτερος των οποίων είναι ό Εωσφόρος και ακολουθούν άλλοι οχτώ αρχηγοί.

Εις το μοναστήρι ησκήθη επίσης είς την πάλην και έχει τόση τέχνη να χτυπήσει πέτραν να την σπάσει με το χέρι του, πράγμα πού είδαμε να πράττει και εδώ. Γνωρίζει σε τέλειον βαθμόν την πάλη καράτε και φοράει ζώνη μαύρη (των τελείων παλαιστών).


Εις ηλικία 11 ετών έγινε τέλειος μάγος, εννοώ μάγος οπού δεν υπάρχει όμοιος του εις την Ευρώπην. Χαρακτηριστικόν και θλιβερόν είναι και το εξής περιστατικόν:

Επισκέφθη το Θιβέτ κάποιος Καρδινάλιος, εις δε το πρόγραμμα υποδοχής ό Δαλάϊ-Λάμα κάλεσε τους ηγουμένους των μοναστηριών μαζί με τους εκλεκτότερους μαθητάς, εις των οποίων ήτο και ό πιτσιρίκος Γιώργος (ηλικίας 8-9 ετών επελέγη μεταξύ των αρίστων μαθητών έκαστος ηγούμενος επέλεγε ένα ή δύο).

Εις την υποδοχήν εκάλεσεν ό Δαλάϊ-Λάμα τον Εωσφόρο όστις παρουσιάσθη σε μορφήν μαύρου γίγαντος. Εν πρώτοις έπεσαν όλοι και τον προσεκύνησαν. Ακολούθως προσεφώνησεν ό Εωσφόρος τον Καρδινάλιον στον οποίο υπέσχετο δόξας και τιμάς…


Ως τέλειος μάγος, έλαβε ό μικρός βαθμόν 11 1/2.

Ό 12ος βαθμός είναι ό μείζων πλην εστερείτο ηλικίας.

Εις ηλικία 20 ετών θα εσφραγίζετο ως ιερεύς 12ου βαθμού.

Αφού τελείωσε τάς σπουδάς του ό νέος, σκέφθηκε να μάθη και γράμματα και ξένες γλώσσες. Το δε θαυμαστόν, αφού γύρισε ανά την υφήλιο, εμάνθανεν εντός ολίγου την γλώσσαν εκάστης χώρας. Εις την Αμερική επεσκέφθη τους σατανιστάς και παρέστη εις ανθρωποθυσίαν. Όσα δε φρικτά επιτελούνται εκεί, αδύνατον να περιγράφουν.


Κάποτε ένας συνάδελφος του, του είπε: Συνάδελφε άστα. Είδα εγώ, μάγον πού ούτε νήπια δεν λογιζόμαστε κοντά τον… Πήγα στους χριστιανούς και είδα τον ιερέα να παίρνει βρέφος να το σφάζει, να το τρώει και να δίνη και στους άλλος. Πράγματι, οι δύο νέοι διεπίστωσαν ότι στους χριστιανούς υπάρχει ένα φοβερό μυστήριο•. (Είδαν Ιδίοις όμμασιν την αναίμακτον θυσίαν τον Χριστού μας).


Περίεργον πώς ό εκ των γονέων εγκαταλειφθείς νεαρός ανακάλυψε τα ίχνη τους εις την Σουηδίαν ασχολούμενους με επιχειρήσεις.

Κατά θείαν οικονομία συναντά Ορθόδοξον ευλαβή ιερέα τον οποίον και επεσκέφθη και εις τον οποίον άρχισεν επίδειξιν μαγικής τέχνης: υψώθηκε στον αέρα, κάλεσε το νερό να έλθει με το ποτήρι στα χείλη του μόνο του να πιει, κουνούσε τραπεζάκια κ.λπ.

Ό ιερεύς έβλεπε με απάθεια.

Λέγει ό μικρός. Πώς εσύ δεν θαυμάζεις όπως και οι άλλοι; Η μήπως μπορείς να κάνεις τα όμοια: Λέγει ό ιερεύς: «εγώ δεν κάνω τέτοια, μπορώ όμως να σε κάνω να μην κάνης εσύ τέτοια» και του φοράει ένα ξύλινο σταυρό. «Ορίστε, ξαναπέταξε», του λέγει.

Δοκιμάζει μια, δυο, τίποτε. Καλεί τον Εωσφόρο εις βοήθειαν.

Ή απάντησης: «Δεν μπορώ αν δεν πετάξεις εκείνο το ξύλο».

Γέλασεν ό ιερεύς. Ό μικρός τα ‘χασέ, συνάμα όμως σοφίστηκε και ρωτά τι είναι αυτό το ξύλο και τοιουτοτρόπως εκατάλαβεν ότι οί δαίμονες δεν είναι τίποτε μπροστά στον Χριστόν. Αφού κατηχήθη αρκετά περί της Ορθοδόξου πίστεως, ήκουσε μεταξύ των άλλων θαυμάσιων της πίστεως μας και περί του Άγιου Φωτός το οποίον αναβλύζει εκ του Τάφου του Κυρίου, διό και απεφάσισε το ερχόμενο Πάσχα να μεταβεί είς Ιεροσόλυμα.


Ήκουσεν εις Σουηδίαν περί ενός περίφημου φακίρη, ό οποίος μάζευε πλήθος κόσμου δια να τον θαυμάσουν. Μεταβαίνει ό μικρός (νεοφώτιστος ήδη) με ένα ξύλινον σταυρόν ως όπλον προς παρακολούθησιν δήθεν των θαυμάτων του φακίρη και, ώ των θαυμάσιων Σταυρέ πανάγιε! Πάσα τέχνη του μεγάλου τεχνίτου έμεινε ανενέργητος!

Ό ίδιος εξετέθη ενώπιον του ακροατηρίου, το οποίον διελύθη με διαμαρτυρίες κ.λπ.

Μόνος δε έμεινε ό μικρός Γιώργος τον οποίον υποπτεύθη ως υπαίτιο. Αυτός δε εξήγαγεν τον Τίμιον Σταυρόν και του απεκάλυψε ότι αυτό το μικρό ξύλο του χάλασε όλα τα σχέδια, πλην όμως, προσθέτει ό μικρός ως τεχνίτης, ό φακίρης ούτος νήπιον ελογίζετο κοντά του και λέει επί λέξει: «Έπεκαλείτο κάτι διαβολάκια τόσο δα μικρά (ίσα με το δάκτυλο) στα οποία εγώ ούτε να μιλήσω δεν καταδεχόμην, κι αν ποτέ τα καλούσα, τους απαγόρευα να εμφανιστούν».

Με τον ερχομό του Πάσχα έφθασεν ό Γιώργος εις τα Ιεροσόλυμα. Πράγματι, διεπίστωσεν το αληθές περί του Αγίου Φωτός, πλην όμως του μπήκεν ή υπόνοια μήπως υπογείως υπάρχουν μηχανήματα και ανάβουν το Φως.

Καλεί λοιπόν τον Εωσφόρο. Ό Εωσφόρος γεμάτος χαράν εμφανίζεται εμπρός εις την ανέλπιστο πρόσκλησιν και διατίθεται να εξυπηρέτηση τον φίλον του με προθυμίαν.

Του λέγει ό Γιώργος: «Δάνεισε μου την δύναμίν σου να κοιτάξω μέσα στον τάφον».

Αμέσως ανοίγει ό τόπος και βλέπει μέχρις ορισμένου σημείου εις απόστασιν αρκετήν πίσω από τον Τάφον. Από εκεί και πέρα σκότος.

Του ξαναλέγει: «Δεν βλέπω τον Τάφον, βοήθησέ με να δω».

Απάντησης: «Δέν μπορώ να πλησιάσω, καίγομαι».

Εν συνεχεία φωνάζει, δεύτερον δαιμόνιον. Απάντησης, ή αυτή.

Αυθόρμητα ό μικρός δόξασε τον Θεόν και έβαλε τον σταυρόν του, ό δε διάβολος του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και από τη δύναμη του σταυρού έφυγε με κραυγάς «καίγομαι, καίγομαι». Όταν ό αδελφός μας Γιώργος επέστρεψε εις την Σουηδίαν, λέγει εις τον ευεργέτη του ιερέα. «Τώρα βρίσε όσο θέλεις και τον Βούδαν και την θρησκείαν του. Σ’ ευχαριστώ, διότι διεπίστωσα ότι ή Θρησκεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αληθής».


Ό διψασμένος νέος ακολούθως επισκέπτεται το ‘Αγιον Όρος. Κατά θείαν οικονομίαν επέρασεν και από εδώ οπού και εξομολογήθηκε όλα όσα του συνέβησαν. Ό Γέροντας τον δίδαξε νοεράν προσευχήν (το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλό), πλην όμως ό διάβολος είχε λυσσάξει: Δύο τρεις ευχές όταν έλεγε, ζαλιζότανε και σταματούσε. Αφού όλοι τον βοήθησαν με τάς προσευχάς των, μπορούσε κοντά στον Γέροντα να προσευχηθή λίγο. Αλλά ό διάβολος, επειδή είχε εξουσία επάνω του, τον εβασάνιζεν σφόδρα. Συνέχεια εκινούντο τα χέρια του σπασμωδικά, έκαμνε μορφασμούς, κινήσεις κ.λπ. Στο δωμάτιο συνεχώς εμφανιζόταν και τον απειλούσε, αν δεν πετάξει τα κομποσχοίνια και σταματήσει την ευχή θα τον σπάσει στο ξύλο. Παρ’ όλα αυτά ό μικρός νέος την ζώνην του καράτε την εφορούσε και έλεγε: «Αυτήν δεν την βγάζω έστω και αν μου κόψουν το κεφάλι». Επίσης έσπαζε τούβλα, έκαμνε επιδείξεις δυνάμεως κ.λπ. Βλέπεις του είχε γίνει δευτέρα φύσις. Τελικά, ή πίεσης του εχθρού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αυτό επερίμενεν ό διάβολος: αφού τον βρήκε άοπλο, τον βάζει στον δρόμο κάτω και τον έσπασε στο ξύλο. Συνάμα δε τον καλούσε να πάει γρήγορα πίσω στην Νΐμα.

Ό μικρός θυμήθηκε την τέχνη του καράτε να αμυνθεί, πλην ό διάβολος διαπερνούσε τα χέρια του και τον κτυπούσε μέχρι πού φώναξε «Χριστέ, βοήθα με». Έρχεται τραυματισμένος πίσω και διηγείται το πάθημα, συνάμα δε με παρακλητικήν δέησιν ρωτά πώς θα γλιτώσει το ξύλο από τον διάβολον. Του λέγω εγώ «με το καράτε». Δεν κάνει -λέγει- τίποτε το καράτε. Τότε επείσθη εις την συμβουλήν του γέροντα και επέταξε την ζώνην.


Ό Γέροντας κατόπιν μελέτης απεφάσισε ότι εφ’ όσον εξομολογήθη και κατ’ άγνοια αλλαξοπίστησε, δεν εκωλύετο να κοινωνήσει, διότι έτσι μόνον θα έσπανε ή δύναμης του σατανά, πλην όμως επροβάλετο το ερώτημα: είναι βαπτισμένος ή όχι. Γράψαμε στην Αθήνα να μάθουμε.

Εν τω μεταξύ ό πόλεμος ήταν αφόρητος. Κατά τάς 24 ώρας του ημερονυκτίου δεν τον άφηνε ό διάβολος να κλείσει μάτι. Μόλις άρχιζεν ή θεία λειτουργία του έφερνε ένα φοβερό λήθαργον, εξάπλωνε και κοιμόταν. Τον ετραβούσαμε από τα πόδια να έλθει έστω και λίγην ώραν και μεθυσμένος του ύπνου απαντούσε «όχι». Τελικά ό διάβολος τον απειλούσε συνεχώς αν δεν αφήσει τα κομποσχοίνια και την ευχήν. Δεν άντεξε ό μικρός και τα πέταξε (τρία κομβοσχοίνια: ένα στο λαιμό και τα δύο στα χέρια).

Του έκανε παρατήρηση ό Γέροντας, πλην όμως δεν άντεχε πλέον και έτσι πάλιν έφυγε. Συμβουλή όλων μας: «πρόσεχε, ποτέ στην Κίνα». Κατά θείαν οικονομίαν συνηντήθη με Σιμωνοπετρίτες μοναχούς. Τον έπεισαν και τους ακολούθησε. Κατά θείαν νεϋσιν, επειδή έχουν και τα μέσα, τηλεφωνούν αμέσως στην Αθήνα και μαθαίνουν ότι ό μικρός εβαπτίσθη το 61 ή 62 εις Αγίαν Τριάδαν Αμπελοκήπων.

Τότε αμέσως τον εκοινώνησαν και, ώ των θαυμάσιων σου Χριστέ, αμέσως έσκασεν ό διάβολος, ειρήνευσεν ό αδελφός Γιώργος, αρκετά και συνάμα απεφάσισε να παραμείνη ως δόκιμος μοναχός. Επειδή όμως έχει μεγάλη εξουσία πάνω του ό εχθρός, χρειάζεται βοήθειαν και εξορκισμούς. Δι’ αυτό και ό άγιος Καθηγούμενος όρισε ευλαβή ιερομόναχον να τον έχει υπό την στενή του επίβλεψιν.


Από βάθους καρδίας ας ευχαριστήσωμεν τον Κύριον δια την ευσπλαχνία πού έδειξεν εις τον αδελφόν μας Γιώργον, οπού τον άρπαξε από τα δόντια του εχθρού και όλοι ας ευχόμεθα να καταπατήσει τελείως τον διάβολον και ελπίζουμεν ότι, όταν στερεωθή εις την αρετή, έχει να αποκαλύψει πράγματα ανήκουστα μέχρι σήμερον.

Γνωρίζει θρησκειολογίαν όσον ουδείς και όχι εξωτερικώς, αλλά εσωτερικώς, βιωματικώς, τον βουδισμόν, Κομφουκιανισμόν, Ινδουϊσμόν, πνευματισμόν, μασωνισμόν, δαιμονολατρείαν κ.λπ. και συμπεραίνει ότι όλαι αύται αι θρησκείαι έχουν κοινήν σχέσιν.

Εμπράκτως απορρίπτει και πάσα χριστιανική αίρεσιν και πιστεύει εις μόνην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ομιλεί με τόσην σοβαρότητα, ώστε νομίζεις ότι αντιμετωπίζεις άνδρα 40 ετών.


Έγραψα ολίγα από τα πολλά οπού είδα και ήκουσα, παρακινούμενος από αδελφική αγάπη, την οποίαν στέλλω ως δώρον εις τους γνησίους εν Κύπρω αδελφούς, οίτινες αγωνίζονται τον καλόν αγώνα και εξ’ αιτίας των οποίων ίσως ακόμη ό Κύριος δεν εγκατέλειψε την αμαρτωλήν πατρίδαν μας.

Ό Γέροντας μας αποστέλλει εις όλους τας ευχάς του.

Ό Ιωαννίκιος, σας ασπάζεται όλους με αγάπη.

Όλη ή αδελφότης σας αγκαλιάζει με την αγάπη και ευχάς της.


Σάς ασπάζομαι όλους με αγάπη, ό αμαρτωλός και ελάχιστος αδελφός σας Ιωσήφ.

 

 

ΠΗΓΗ


Δεν είναι σκληρός ή άπονος ο Θεός. Διάβασέ το και θα καταλάβεις.

του Πατρός Παϊσίου.

Ο Γέροντας θέλοντας να μας δείξει το πώς ο Θεός προνοεί και κρίνει για τα πλάσματά του, ενώ εμείς πολλές φορές αγανακτούμε και δεν καταλαβαίνουμε τις ενέργειές Του, μας διηγήθηκε ιστορίες, όπως αυτή:

«Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται. Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:

– Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ’ ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε άτι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.

Ο γέροντας, όταν τ’ άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ’ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.

Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα.

       Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.

Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ’ απ’ τα χωράφια.

       Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.

Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.

Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα άπ’ την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:

– Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία. Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!

Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:

– Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά άπ’ αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία. Άκουσε λοιπόν:

Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά.

Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο – όπως του το είχε ζητήσει – και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι’ αυτό του το φιλότιμο!

Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!

Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι’ αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες. Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).

http://www.oodegr.com/oode/pateres1/paisios/kako1.htm

αναδημοσιευση απο εδω